χοιρογρύλλιος
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
English (LSJ)
ὁ, = Heb.
A shâphân, Hyrax syriacus, coney, LXX Le.11.6, De.14.7, Ps. 103(104).18, Pr.24.61 (30.26); also χοιρό-γρυλλος, PMag.Leid.V.12.28, Gloss.; wrongly expld. by Hsch. (who makes it neut.) and Suid. as ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος χερσαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρογρύλλιος: ὁ, ἑμηνεύεται παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. (ὅστις ποιεῖ αὐτὸ οὐδέτερ.) διὰ τοῦ ἀκανθόχοιρος, ὕστριξ, ἐχῖνος, χερσαῖος· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. ΙΑ΄, 6, Δευτ. ΙΔ΄, 7, Ψαλμ. ΡΔ΄, 18) κεῖται εἰς μετάφρ. τοῦ Ἑβρ. shâphân, δηλ. hyrax Syriacus, μικρὸν ζῷον ὅμοιον πρὸς τὸν μυωξὸν ἢ ἀρουραῖον μῦν· δὲν δύναται νὰ εἶναι ὁ κόνικλος, διότι οὗτος δὲν εὑρίσκεται ἐν Παλαιστίνῃ· πρβλ. ἀρκτόμυς.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α
μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ)
αρχ.
σκαντζόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + γρύλλος (Ι) «χοίρος»].