παρακοπτικός

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοπτικός Medium diacritics: παρακοπτικός Low diacritics: παρακοπτικός Capitals: ΠΑΡΑΚΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakoptikós Transliteration B: parakoptikos Transliteration C: parakoptikos Beta Code: parakoptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A frantic, raving, Antyll. ap. Orib.9.13.7; gloss on παρακρουστικός, Erot., Gal.19.415.

German (Pape)

[Seite 484] ή, όν, wahnsinnig, auch Wahnsinn erzeugend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παρακοπτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, μαντώδης, Γαλην. τ. 19, σ. 415, 7, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακόπτω
1. μανιώδης, παράφρων
2. (για νόσο) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μανία, τρέλα ή άνοια.