συνύφειαι

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνύφειαι Medium diacritics: συνύφειαι Low diacritics: συνύφειαι Capitals: ΣΥΝΥΦΕΙΑΙ
Transliteration A: synýpheiai Transliteration B: synypheiai Transliteration C: synyfeiai Beta Code: sunu/feiai

English (LSJ)

[ῠ], αἱ,

   A bees' cells (from their net-like appearance), honeycomb, Arist.HA624a11.

German (Pape)

[Seite 1038] αἱ, die mit einander verbundenen Stücke von Wachszellen, Honigwaben, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συνύφειαι: [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς ὡσαύτως καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, αὐτόθι 8.

Greek Monolingual

αἱ Α
κηρήθρα τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυφαίνω, λόγω του ότι η κηρήθρα έχει μορφή πλέγματος].