πεζονομικός

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζονομικός Medium diacritics: πεζονομικός Low diacritics: πεζονομικός Capitals: ΠΕΖΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: pezonomikós Transliteration B: pezonomikos Transliteration C: pezonomikos Beta Code: pezonomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the management of quadrupeds (opp. birds) ; ἡ π. ἐπιστήμη the business of managing them, Pl.Plt. 265c, cf. 264e ; τὸ π. ib.267b.

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ νομεύειν καὶ περιποιεῖσθαι πεζὰ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά· ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη, ἡ τέχνηἐμπειρία περὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ περιποίησιν αὐτῶν, Πλάτ. Πολιτ. 265C, πρβλ. 264Ε· τὸ πεζονομικὸν εἶδος αὐτόθι 267Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που είναι ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος για τη βοσκή ή τη συντήρηση χερσαίων ζώων
2. φρ. «ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη» — η τέχνη ή η εμπειρία σχετικά με την οικονομία και περιποίηση τών χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νομικός (< νομή «βοσκή»)].