δίπλαξ
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ,
A in double folds or layers, δημός Il.23.243: generally, twofold, double, θεσμός Orph.Fr.247.37. II as Subst., δίπλαξ, ἡ, double-folded mantle, Il.3.126, Od.19.241, Lyd.Mag.1.17: dat. pl. διπλάκεσσιν dub. l. in A.Pers.277 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 639] ακος, doppelt zusammengelegt, aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit πλέκω, vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ δίπλαξ, ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige δίπλαξ für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ διπλῆ, ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ χλαῖνα. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 δίπλακα: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. δίπλαξ; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. δίπτυχος)· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., δίπλαξ, ἡ, χλαῖνα διπλωμένη, ὡς τὸ διπλῆ, διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) ποικίλος, πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ δίμιτος. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες εἶναι σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. διπλόη), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
I. adj. double, qui forme deux couches;
II. subst. (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau pouvant faire deux fois le tour du corps;
2 planche de vaisseau.
Étymologie: δίς, πλέκω.