φονολιβής
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ές,
A blood-dripping, θρόνος A.Eu.164 (lyr.); φ. τύχα murder, Id.Ag.1427 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1298] ές, von Mord, Blut triefend, Aesch. Ag. 1402 Eum. 158.
Greek (Liddell-Scott)
φονολῐβής: -ές, ὁ στάζων αἷμα, θρόμβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 164· φ. τύχη, φόνος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1427.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dégouttant de sang (litt. de meurtre).
Étymologie: φόνος, λείβω.