ἀποσκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκεδάννῡμι Medium diacritics: ἀποσκεδάννυμι Low diacritics: αποσκεδάννυμι Capitals: ΑΠΟΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: aposkedánnymi Transliteration B: aposkedannymi Transliteration C: aposkedannymi Beta Code: a)poskeda/nnumi

English (LSJ)

or -ύω, fut. -σκεδάσω, contr.

   A -σκεδω S.OT138 (poet. also ἀποκεδ- A.R.3.1360, tm.):—scatter abroad, disperse, ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Il.19.309; ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ Od.11.385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ 8.149; ἀ.μύσος S.l.c.; ἀντιπάλων ὕβριν ἀπεσκέδασαν Epigr. ap. D.18.289:—Pass., to be scattered, τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Hdt.7.91; straggle away from, ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου X.An.4.4.9; τῆς φάλαγγος Id.HG5.4.42: —Med., repel and scatter, τὸν τοιόνδε φλύαρον Pl.Ax.365e.

German (Pape)

[Seite 324] (s. σκεδάννυμι), zerstreuen und entlassen, βασιλῆας Il. 19, 309; ψυχὰς ἄλλυδις ἄλλην Od. 11, 385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ, verscheuchen, Od. 8, 149; ἀποσκεδῶ (fut.) μύσος Soph. O. R. 138, Schol. ἀποπέμψω; ἀντιπάλων ὕβριν ep. bei Dem. 18, 289. – Pass., sich zerstreuen u. vom Heere ab kommen, Xen. An. 4, 4, 9. 7, 6, 29 u. öfter. – Med., von sich entfernen, φλύαρον Plat. Ax. 365 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκεδάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -σκεδάσω, συνῃρ. -σκεδῶ, Σοφ. Ο.Τ. 138 (ποιητ. ὡσαύτως ἀποκεδ- Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1360 ἐν τμήσει): ― διασκορπίζω, σκορπίζω εἰς τοὺς ἀνέμους, ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Ἰλ. Τ. 309· ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ’ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Λ. 385· σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Θ. 149· ἀπ. μύσος Σοφ. Ο.Τ. 138· ἀντιπάλων ὕβριν ἀποσκεδάσας Ἐπίγραμμα παρὰ Δημ. 322. 9: ― Παθ. διασκορπίζομαι, τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Ἡρόδ. 7. 91· διασκορπίζομαι μακρὰν ἀπό τινος μέρους, ἀπομακρύνομαι, ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Ξεν. Ἀν. 4. 4, 9· τῆς φάλαγγος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 42: ― Μέσ., ἀπωθῶ καὶ διασκορπίζω, ἀποδιώκω, τὸν τοιόνδε φλύαρον Πλάτ. Ἀξ. 365Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκεδῶ, ao. ἀπεσκέδασα;
1 disperser, acc. ; p. ext. congédier, fig. repousser, chasser : ἀπ. κήδεα OD écarter des soucis ; μύσος SOPH éloigner une souillure ; ὕβριν DÉM repousser un outrage;
2 écarter de la ligne ; Pass. s’écarter (du camp, d’une troupe, etc.).
Étymologie: ἀπό, σκεδάννυμι.