διαθλίβω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
[λῑ],
A break in pieces, Call.Fr.67.
German (Pape)
[Seite 579] durchquetschen; übtr., φῶτα – ἀνίαι Callim. frg. 67.
Greek (Liddell-Scott)
διαθλίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, κατασυντρίβω, καταπιέζω, Καλλ. Ἀποσπ. 67.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 atribular totalmente, destrozar φῶτα διαθλίβουσιν ἀνῖαι Call.Fr.714.1, σάρκα ref. a las penas del infierno, Origenes M.17.224B.
2 apretar, presionar τὸ ταῖς χερσὶ διαθλίβειν glos. a βλιμάζειν Harp., ἐμβαλεῖν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις Orib.Inc.32.12
•en v. pas., medic. (ὄγκος) διαθλιβόμενος Aët.16.103.