περίκροτος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
ον,
A rattling round, κύμβαλα ib.9.117, cf. 10.223.
German (Pape)
[Seite 581] rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.
Greek (Liddell-Scott)
περίκροτος: -ον, ὁ πέριξ κροτῶν, περιηχῶν, κύμβαλα Νόνν. Δ. 9. 117, πρβλ. 10, 223.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που κροτεί ολόγυρα, που αντηχεί από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κρότος (πρβλ. επίκροτος)].