Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπομέλας

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομέλᾱς Medium diacritics: ὑπομέλας Low diacritics: υπομέλας Capitals: ΥΠΟΜΕΛΑΣ
Transliteration A: hypomélas Transliteration B: hypomelas Transliteration C: ypomelas Beta Code: u(pome/las

English (LSJ)

μέλαινα, μέλᾰν,

   A blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 1225] -μέλαινα, -μέλαν, etwas schwarz, schwärzlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέλᾱς: -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι μέλας, μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10

Greek Monolingual

-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].