λικνίζω

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικνίζω Medium diacritics: λικνίζω Low diacritics: λικνίζω Capitals: ΛΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: liknízō Transliteration B: liknizō Transliteration C: liknizo Beta Code: likni/zw

English (LSJ)

   A = λικμάω, PFay.102.30 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 47] = λικμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίζω: (λίκνον) = λικμάω «λιχνίζω»· ὡσαύτως λεικνίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λικνίζω) λίκνον
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.