πυρηνοσμίλη
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
A f.l. for πυρῆνος μήλης in Id.6.9, 21.
German (Pape)
[Seite 821] ἡ, ein schneidendes Werkzeug mit einem breiten Ende, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηνοσμίλη: [ῑ], ἡ, (πυρὴν IV) σμίλη ἔχουσα τὸ ἄκρον ὅμοιον πυρῆνι, Παῦλ Αἰγ. 6. 21.