χειμίη

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμῐη Medium diacritics: χειμίη Low diacritics: χειμίη Capitals: ΧΕΙΜΙΗ
Transliteration A: cheimíē Transliteration B: cheimiē Transliteration C: cheimii Beta Code: xeimi/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. for χεῖμα,

   A winter cold, chilly weather, ib. 10.

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, ion. statt χεῖμα, Winterzeit, Winterkälte, Frost, Hippocr., eigtl. fem. eines sonst nicht vorkommenden χείμιος, sc. ὥρα.

Greek (Liddell-Scott)

χειμίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ χεῖμα, ἡ ὥρα τοῦ χειμῶνος, ψῦχος χειμερινόν, παγετὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 158.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. χειμερινό ψύχος, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα + κατάλ. -ίη (πρβλ. αἰθρ-ία / -ίη)].