κεβλήγονος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεβλήγονος Medium diacritics: κεβλήγονος Low diacritics: κεβλήγονος Capitals: ΚΕΒΛΗΓΟΝΟΣ
Transliteration A: keblḗgonos Transliteration B: keblēgonos Transliteration C: kevligonos Beta Code: keblh/gonos

English (LSJ)

ον,

   A with its seed in its head, of the poppy, Nic.Al. 433.    II born from the head, Ἀτρυτώνη Euph.108.

German (Pape)

[Seite 1410] den Saamen im Kopfe tragend, vom Mohn, Nic. Al. 433. Nach dem Schol. auch von der Athene, im Kopfe erzeugt, Euphor.

Greek (Liddell-Scott)

κεβλήγονος: -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ σπέρμα ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ Ἀθηνᾶ οὕτως ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433.

Greek Monolingual

κεβλήγονος, -ον (Α)
1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ»)
2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. αρχέ-γονος, θεό-γονος].