πανθυμαδόν
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv.
A most heartily, Od.18.33.
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait en colère, avec fureur.
Étymologie: πᾶν, θυμός, -δον.