διατέμνω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατέμνω Medium diacritics: διατέμνω Low diacritics: διατέμνω Capitals: ΔΙΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: diatémnō Transliteration B: diatemnō Transliteration C: diatemno Beta Code: diate/mnw

English (LSJ)

Ion. and Dor. δια-τάμνω (q.v.), fut. -τεμῶ,

   A cut through, cut in twain, dissever, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Il.17.618, cf.522 (tm.), Hdt.2.139; διὰ κάρα τεμών S.Fr.799.6; διὰ κῦμα τεμών cleaving the wave, ib.271.5 (anap.); διχῇ γαῖαν δ. part it asunder, A.Supp.545 (lyr.); δίχα δ. Pl.Smp.190d; τι ἀπό τινος Id.Plt.280b: metaph., disunite, διατετμηκότα τὴν πολιτείαν Aeschin.3.207.    2 cut up, Hdt.2.41.

German (Pape)

[Seite 606] (s. τέμνω), durchschneiden, zerschneiden, theilen; Il. 17, 522. 618, in tmesi; διχῆ γαῖαν Aesch. Suppl. 545; δίχα ἕκαστον Plat. Symp. 190 d; χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ τὰ – Legg. III, 697 a; τὴν πολιτείαν, veruneinigen, Aesch. 3, 207.

Greek (Liddell-Scott)

διατέμνω: Ἰων. -τάμνω, μέλλ. -τεμῶ: - κόπτω διὰ μέσου, κόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Ἰλ. Ρ. 618, πρβλ. 522. Ἡρόδ. 2. 139· διὰ κάρα τεμὼν Σοφ. Ἀποσπ. 153. 6· διχῇ γαῖαν δ., χωρίζω αὐτὴν εἰς δύο, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 545 δίχα δ. Πλάτ. Συμπ. 190D· τι ἀπό τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280Β - μεταφ., καταστρέφω τὴν ἑνότητα, τὸν σύνδεσμον, διαστασιάζω, ἐμβάλλω εἰς διχόνοιαν, τὴν πολιτείαν Αἰσχίν. 83. 29. 2) κατακόπτω, Ἡρόδ. 2. 41.

French (Bailly abrégé)

f. διατεμῶ, ao.2 διέταμον, etc.
couper en deux ; fig. désunir.
Étymologie: διά, τέμνω.