διαστείχω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
aor. -έστῐχον (v. infr.),
A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092. 2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17. 3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.
German (Pape)
[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαι ἢ διαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέστιχον;
s’avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.