παραδοξάζω
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
English (LSJ)
A make wonderful or extraordinary, LXX 2 Ma.3.30; τὰς πληγάς σου will lay unheard-of inflictions upon thee, ib.De.28.59. 2 π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν put a mark of distinction between, separate, ib.Ex.9.4; π. τὴν γῆν ib.8.22.
German (Pape)
[Seite 477] wunderbar machen, zum Gegenstand der Bewunderung machen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξάζω: ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· δοξάζω, παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐτόθι. 2) = διαστέλλω, μετὰ γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν αὐτόθι (Ἔξοδ. Η΄, 22).
Greek Monolingual
ΜΑ
καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ)
αρχ.
θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δοξάζω «νομίζω, θεωρώ» (< δόξα «γνώμη»)].