πενταετία
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A = πενταετηρίς 1, D.H.8.75, Plu. Per.13, IG7.2227 (Thisbe), 2712.62 (Acraeph.), PFlor.61.45 (i A. D.). II the age of five, Ph.2.276.
German (Pape)
[Seite 556] ἡ, = πενταετηρίς; Luc. Vit. auct. 3 Plut. Pericl. 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πενταετία: ἡ, = πενταετηρίς, Διον. Ἁλ. 8. 75, Πλουτ. Περικλ. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de cinq ans.
Étymologie: πενταετής.