στηθοειδής
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ές,
A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].