ῥικνήεις
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. for ῥικνός, Nic.Th.137.
German (Pape)
[Seite 843] εσσα, εν, poet. = ῥικνός, runzlig, zusammengeschrumpft, γῆρας Nic. Th. 137, u. a. sp. D., wie Christod. ecphr. 340.
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ ῥικνός, Νικ. Θηρ. 137, Χριστοδ. Ἔκφρ. 338.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ρικνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥικνός «ζαρωμένος, κυρτός» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].