φορκός

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 1300] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φορκός: -ή, -όν, λευκός, πολιός, Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν
(κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «λάμπω, λευκός» με επέκταση -κ- (πρβλ. γοτθ. bairths «αστραφτερός», αρχ. αγγλ. beorth, αγγλ. bright «αστραφτερός, φωτεινός» με επέκταση -g- της ρίζας). Αρχική σημ. του επιθ. είναι «λευκός», από όπου στη συνέχεια έλαβε τη σημ. «πολιός, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ηλικιωμένος» και κατ' επέκταση «ῥυσός, γεμάτος ρυτίδες». Με βάση αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τη λ. φαρκίς «ρυτίδα», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή].