ἀγαπητικός
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
ή, όν,
A affectionate, Plu.Sol.7; περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13, etc. Adv. -κῶς Ph.2.216, Sch.E.Ph.309.
German (Pape)
[Seite 9] Plut. Sol. 7 ἡ ψυχὴ -κόν τι ἐν ἑαυτῇ ἔχει, etwas zur Liebe Geneigtes, u. so Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπητικός: -ή, -όν, φιλόστοργος, ἡ ψυχὴ ἀγ. τί ἐν ἑαυτῇ ἔχει, Πλούτ. Σολ. 7, Κλήμ. Ἀλεξ. 123, κτλ. ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 102, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affectueux.
Étymologie: ἀγαπητός.