κρεουργός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
όν,
A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.