ἐπίορκος
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ον,
A sworn falsely, of oaths, εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον Il. 19.264: freq. in the phrase ἐπίορκον ὀμόσσαι take a false oath, swear falsely, 3.279,19.260, Hes.Op.282, Th.232; in full, ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ar.Ra.150; and so ἐ. ἐπομνύναι (v. ἐπόμνυμι); but in Il.10.332 ἐ. ἐπώμοσε he swore a bootless oath, i.e. one which he meant to fulfil, but the gods willed otherwise. II. of persons, forsworn, perjured, Hes. Op.804, Schwyzer179a (Crete), E.El.1355 (anap.), Ar.Nu. 399,al.: Sup.-ότατος Antipho 6.48. Adv.-κως Hdn.6.9.2.
German (Pape)
[Seite 967] falsch schwörend, meineidig; Hes. O. 802; Ar. Nub. 398 u. oft; Xen. Ages. 1, 12; ἐπιορκότατος Antiph. 6, 48 u. Sp.; εἰ δέ τι τῶνδ' ἐπίορκον, falsch geschworen, Il. 19, 264, wie ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσεν Ar. Ran. 150; ἐπίορκον ὀμνύναι, einen Meineid schwören, Il. 3, 279 (aber ἐπίορκον ὤμοσε, er schwor einen vergeblichen Eid, der nicht in Erfüllung ging, ohne daß er einen Meineid beabsichtigte, 10, 332); Hes. O. 280, wie ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται 192; Mosch. 4, 76; μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195. – Adv. ἐπιόρκως. mit Eidbruch, Hdn. 6, 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίορκος: -ον, ἐπὶ ὅρκου ὃν ὡρκίσθη τις ψευδῶς. εἰ δέ τι τῶν δ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν Ἰλ. Τ. 264· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἐν τῇ φράσει ἐπίορκον ὀμόσαι, ὀμόσαι ψευδῆ ὅρκον, Ἰλ. Γ. 279, Τ. 260, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280, Θέογν. 432· ἐπίορκον ὅρκον ὤμοσε Ἀριστοφ. Βάτρ. 150· καὶ οὕτως, ἐπ. ἐπομνύναι (ἴδε ἐν λ. ἐπόμνυμι)· ἀλλ. ἐν Ἰλ. Κ. 332, καί ρ’ ἐπίορκον ἐπώμοσε, ὤμοσεν ὅρκον ἀνωφελῆ, μάταιον, ὃν δηλ. αὐτὸς μὲν ἤθελε νὰ ἐκτελέσῃ, ἀλλ. οἱ θεοὶ ἄλλως ἠθέλησαν. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802, Εὐρ. Ἡλ. 1355, Ἀριστοφ. Νεφ. 399, κ. ἀλλ.· ὑπερθ. ἐπιορκότατος, Ἀντιφῶν 147. 11. - Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. 6. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui fait un faux serment, parjure;
II. en parl. du serment lui-même;
1 qui est un faux serment : ἐπίορκον ὀμνύναι IL prononcer un faux serment;
2 qui ne doit pas être ratifié : ἐπίορκον ἐπώμοσε IL il prononça un serment que les dieux devaient rendre vain.
Étymologie: ἐπί, ὅρκος.