ἐντρίβω
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
[ῑ],
A rub in, esp. unguents or cosmetics, ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Luc. Hist.Conscr.8; οἴνῳ λίθον ἐ. crumble a stone into wine, Orph.L. 344. 2 metaph., ἐ. κόνδυλόν τινι give him a drubbing, Plu.Alc.8, Luc.Prom.10:—Med., ἐντρίβεσθαί τινι πληγάς cause them to be given him, D.H.7.45; ἐ. κακόν τινι Luc.DDeor.20.2. II c. acc. pers., rub one with cosmetics, ὑποχρίουσι καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς X.Cyr.8.8.20:—Med., ἐ. τὰ πρόσωπα Ath.12.523a:—Pass., have cosmetics rubbed in, to be anointed, painted, Ar.Lys.149, Ec.732, X.Cyr.8.1.41; ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ Id.Oec.10.2; ἀλφίτοισιν Hermipp.26: also c. acc. rei, ἐντετρ. χρῶμα Luc.DDeor.20.10: metaph., παιδέρωτ' ἐ. Alex.98.18. III rub away, wear by rubbing, Ar.Ra.1070. IV Pass., to be familiar with, γυναικῶν ἐντριβεῖσα παθήμασιν Procop.Gaz. p.163B., cf. Cod.Just.10.27.3Intr.
German (Pape)
[Seite 858] einreiben, von Salben u. Schminken, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς Xen. Cyr. 8, 8, 20; ἐντετριμμένη πολλῷ ψιμυθίῳ Oec. 10, 2; absolut, geschminkt, Ar. Lys. 139 Eccl. 732 u. A. Auch ἐντετριμμένη χρῶμα, Luc. D. D. 20, 10; φύκιον καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ conscr. hist. 8; im med., ἐντρίβεσθαι τὸ πρόσωπον, sich schminken, Ath. XII, 523 a. Uebertr., κονδύλους ἐντρί. βειν τινί, einen Backenstreich geben, Luc. Prom. 10; Plut. Alc. 8; med., κακόν τινι ἐντρίβεσθαι, Schaden zufügen, Luc. D. D. 20, 2, wie πληγάς τινι D. Hal. 7, 45 u. öfter. – Darin zerreiben, Nic. Th. 527 u. öfter. Bei Ar. Ran. 1070 in obscönem Sinne, τὰς πυγάς, Knaben schänden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω, τρίβω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἰδίως ἐπὶ κοσμηματικῶν ἀλοιφῶν, ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· σὺν δὲ καὶ ὀστρίτην οἴνῳ λίθον ἐντρίψαντας ἀρκήτῳ, τρίψαντας ἐντὸς ἀκράτου οἴνου ὀστρίτην λίθον, Ὀρφ. Λιθ. 339. 2) μεταφ., ἐντρίβω κόνδυλόν τινι, «δίδω γροθιὰν» εἴς τινα, Πλούτ. Ἀλκ. 8, Λουκ. Προμ. 10· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐντρίβομαί τινι πληγάς, βάλλω καὶ ξυλίζουν τινά, καὶ τοῖς ὑπηρέταις τοῖς ἡμετέροις... πληγὰς ἐντρίβεται Διον. Ἁλ. 7. 45· μηδὲ κακὸν ἐντρίψητε τῷ νεανίσκῳ, μηδὲ νὰ κάμετε κανὲν κακὸν εἰς τὸν νεανίσκον, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τρίβω τινὰ διὰ κοσμητικοῦ ἐλαίου, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς δυνάστας), Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. - Μέσ., ἐντρ. τὰ πρόσωπα Ἀθήν. 523Α. - Παθ., εἰ γὰρ καθῄμεθ’ ἔνδον ἐντετριμμέναι, ἐψιμυθιωμέναι, Ἀριστοφ. Λυσ. 149· ὅπως ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς, «πασπαλισμένη», Ἐκκλ. 732· καὶ ἐντρίβεσθαι ὡςς εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν, καὶ νὰ ψιμυθιῶνται διὰ νὰ φαίνωνται κτλ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ ὁ αὐτὸς Οἰκ. 10, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐντετρ. χρῶμα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10· μεταφ., παιδέρωτ’ ἐντρ. Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18. ΙΙΙ. κατατρίβω, διὰ τῆς τριβῆς φθείρω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1070.
French (Bailly abrégé)
frotter sur : τινα oindre ou farder qqn ; φύκιον τῷ προσώπῳ LUC étaler du fard sur le visage ; ἐντετριμμένος fardé ; ἐντετριμμένος ψιμυθίῳ XÉN ou χρώματα LUC couvert de fard ; p. anal. ἐντρίβειν κονδύλους τινί PLUT appliquer des coups de poing litt. donner une frottée à qqn;
Moy. ἐντρίβομαι frotter sur : κακόν τι LUC faire du mal à qqn.
Étymologie: ἐν, τρίβω.