εἰσβιβάζω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβῐβάζω Medium diacritics: εἰσβιβάζω Low diacritics: εισβιβάζω Capitals: ΕΙΣΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: eisbibázō Transliteration B: eisbibazō Transliteration C: eisvivazo Beta Code: ei)sbiba/zw

English (LSJ)

causal of εἰσβαίνω,

   A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰ. impress them, Isoc.8.48.    2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.

German (Pape)

[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.