μειλιχία
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
Ep. μειλιχίη, ἡ,
A gentleness, softness, μειλιχίη πολέμοιο lukewarmness in battle, Il.15.741; kindness, Hes.Th.206, A.R. 2.1279, etc. 2 = ἱκετεία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 115] ἡ, Sanftmuth, Milde, μειλιχίη πολέμοιο, schonendes, laues Betreiben des Krieges, Il. 15, 741; Freundlichkeit, Hes. Th. 206 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1281; Leont. 3 (Plan. 33).
Greek (Liddell-Scott)
μειλῐχία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, πρᾳότης, ἡμερότης, τῷ ἐν χερσὶ φόως, οὐ μειλιχίῃ πολέμοιο, «ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν καὶ ἐν τῷ μάχεσθαι ἡ σωτηρία, οὐ γὰρ ἐν τῷ μειλιχίους ἡμᾶς καὶ πράους εἶναι τοῖς πολεμίοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 741· (πρβλ. μείλιχος ἐν δαῒ λυγρῇ, Ἰλ. Ω. 739)· ἀγαθότης, εὐμένεια, πρᾳότης, Ἡσ. Θ. 206, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1279, κτλ.
Greek Monolingual
μειλιχία και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α)
1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα
2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. -ία].