συμβρέμω
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
A roar along with or together, D.C.66.22.
German (Pape)
[Seite 980] mit, zusammen brausen, D. Cass. 66, 22 vom Meere.
Greek (Liddell-Scott)
συμβρέμω: βρέμω, παταγωδῶς ἠχῶ ὁμοῦ, Δίων. Κ. 66. 22.
Greek Monolingual
Α
ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἥ τε θάλασσα συνέβρεμε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεπήχει», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρέμω «ηχώ, βουίζω»].