ἀββᾶς
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἀββᾰ or ἀββᾶς, ὁ, fr. Hebr. or Aramaic, father, of God, Ev.Marc.14.36.
2. title of respect given to monks, esp. abbots, ITyr200 (a.d. 609), SEG30.1689, written ἀβᾱ 31.1430 (both Palestine, vi/vii a.d.), PKöln 111.19. (v/vi a.d.), POxy.2480.31 (vi a.d.); see also ἄππα, ἄππας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀββᾶς: ᾶ, ὁ· πατήρ, προσωνυμία ἀπονεμομένη χάριν σεβασμοῦ εἰς ἡλικιωμένους μοναχούς. Παλλαδ. Λαυσ. 1011D. Ἱερώνυμ. VII, 374Β. Ἀποφθ. 80Α. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος. 336D. Νεώτερός ἐστι, καὶ διατὶ καλεῖς αὐτὸν ἀββᾶν; Λεοντ. Κυπρ. 1728D. ― Ἐνίοτε ὁ τύπος ἀββᾶ εἶναι ἐν χρήσει ἐν ἁπάσαις ταῖς πτώσεσιν, Ἀθαν. ΙΙ, 980D, Ἀββᾶ Πάμμων. Σεραπ. Αἰγύπτ. 940 Α. Β. Παλλαδ. Λαυσ. 1026D, Ἀββᾶ Ὤρ ὄνομα αὐτῷ. 2) ἀββᾶς = ὁ ἡγούμενος μοναστηρίου. Παχώμ. 948C. Νειλ. 244Β. Ἰωάνν. Μοσχ. 2988Α. Ὁ ἀββᾶς τοῦ Σινᾶ. Ἰουστ. Νεαρ. 123, 34. Βασιλικ. 4, 1, 2.