ἐκφορέω

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφορέω Medium diacritics: ἐκφορέω Low diacritics: εκφορέω Capitals: ΕΚΦΟΡΕΩ
Transliteration A: ekphoréō Transliteration B: ekphoreō Transliteration C: ekforeo Beta Code: e)kfore/w

English (LSJ)

= ἐκφέρω,

   A carry out, as a corpse for burial, Od. 22.451, 24.417 (tm.).   

German (Pape)

[Seite 786] = ἐκφέρω; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, ἔνδοθεν εἰς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφορέω: ἐκφέρω, φέρω ἔξω, ὡς π. χ. πτῶμα πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) καθόλου, φέρω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. ἐκκομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες... νηῶν ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) ἐξορύσσω, ἐξάγω, εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter au dehors, emporter ; particul. emporter des morts;
Moy. ἐκφορέομαι-οῦμαι se porter au dehors : νηῶν IL sortir des vaisseaux.
Étymologie: ἔκφορος.