ταυρόκολλα
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A glue made from bulls' hides, Plb.6.23.3, Dsc.3.87, Antyll. ap. Orib. 10.23.6, Gal.12.832, Paul.Aeg.7.3.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκολλα: ἡ, κόλλα κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα.