ἀμφισβητήσιμος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβητήσιμος Medium diacritics: ἀμφισβητήσιμος Low diacritics: αμφισβητήσιμος Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amphisbētḗsimos Transliteration B: amphisbētēsimos Transliteration C: amfisvitisimos Beta Code: a)mfisbhth/simos

English (LSJ)

ον,

   A disputable, Antipho 3.1.1, etc.; χώρα ἀ. debatable ground, X.HG3.5.3, D.7.43, Hell.Oxy. 13.3, Theopomp. ap. Phot.p.104 R.; τὰ ἀ. disputed property, Pl.Lg. 954c; ἀ. ἀγαθά Arist.Rh.1362b29; doubtful, Pl.Smp.175e; ἀ. ἐστι πότερον . . Arist.Metaph.996b27; οὐκέτ' ἐν -ησίμῳ τὰ πράγματα ἦν D. 18.139.

German (Pape)

[Seite 144] ον, streitig, zweifelhaft, oft bei Att.; χώρα Xen. Hell. 3, 5, 3; ἀμφισβητήσιμον ὑμῖν την χώραν κατεσκεύακεν Dem. 7, 43; τὰ ἀμφ. ἐᾶν, sich nicht um das Zweifelhafte kümmern, Is. 1, 25; τοῦ πράγματος οὐκέτ' ὄντος ἀμφισβητησίμου Dem. 24, 9, da die Sache ausgemacht ist; τὰ πράγματα ἐν ἀμφισβητησίμῳ ἦν Dem.; τῆς μάχης ἀμφισβητησίμου γενομένης, unentschieden, Plat. Menex. 242 b; u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβητήσιμος: -ον, ὁ ἀμφισβητούμενος ἢ ὃν δύναταί τις νὰ ἀμφισβητήσῃ, ὑποκείμενος εἰς ἀντιρρήσεις, ἀμφίβολος, Ἀντιφῶν 120, 41, Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· χώρα ἀμφ., ἔδαφος ἀμφισβητούμενον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 3, Δημ. 87. 13· τὰ ἀμφ., περιουσία διαφιλονεικουμένη, Πλάτ. Νόμ. 954C· ἀμφ. ἀγαθὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 18· ἀμφ. ἐστι, εἶναι ἀντικείμενον συζητήσεως ἢ ἀμφιβολίας, πότερον... ὁ αὐτ. Μεταφ. 2. 2, 10· οὕτως, οὐκέτ’ ἐν ἀμφισβητησίμῳ τὰ πράγματα ἦν Δημ. 274. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sujet à contestation.
Étymologie: ἀμφισβητέω.