ἀναχωρητικός
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.
German (Pape)
[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1eremítico, Apoph.Patr.M.65.152A
•ref. a una tórtola habituado a vivir apartado, solitario ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ Phys.A 93.1.
2 subst. τὸ ἀ. acción de retraerse o echarse atrás Arr.Epict.2.1.10.
II adv. -ῶς a modo de anacoreta Gr.Naz.M.37.172C.