λιπαραυγής

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰραυγής Medium diacritics: λιπαραυγής Low diacritics: λιπαραυγής Capitals: ΛΙΠΑΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: liparaugḗs Transliteration B: liparaugēs Transliteration C: liparavgis Beta Code: liparaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A bright-beaming, πορθμίδες Philox.3.1.

German (Pape)

[Seite 50] ές, hell glänzend, leuchtend, πορθμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰραυγής: -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α.

Greek Monolingual

λιπαραυγής, -ές (Α)
αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής, πυρ-αυγής].