Βριάρεως
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, gen. Βριάρηο lbyc.45, (βριᾰρός) a hundred-handed giant, Aegaeon, Il.1.403, Hes.Th.714: Βριάρεω στῆλαι, older name for the Pillars of Hercules, Arist.Fr.678; cf. ὄβριμος. (-ρεως is monosyll. in Ep.)
Greek (Liddell-Scott)
Βριάρεως: ὁ, (βριᾰρὸς) γίγας ἑκατόγχειρ, καλούμενος οὕτως ὑπὸ τῶν θεῶν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων Αἰγαίων, ὅστις ἐβοήθησε τὸν Δία, Ἰλ. Α. 403, πρβλ. Ἡσ. Θ. 714, 817· ἦτο γαμβρὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ Κόττου καὶ Γύ(γ)ου ἐβοήθησε τοὺς θεοὺς ἐναντίον τῶν Τιτάνων· ― Βριάρεω στῆλαι, παλαιότερον ὄνομα τῶν Ἡρακλ. στηλῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 628. ― Ὡσαύτως Ὀβριάρεως, ἴδε ὄβριμος ἐν τέλ. [-ρεως προφέρεται ὡς μία συλλαβὴ παρ' Ἐπικ.]
French (Bailly abrégé)
εω, εῳ, εων (ὁ) :
Briarée, géant à cent bras, défenseur des dieux contre les Titans ; Βριάρεω στῆλαι, les colonnes de Briarée, anc. n. des colonnes d’Hercule ; ὁ γεωμετρικὸς Βριάρεως le Briarée de la géométrie, n. donné à Archimède par Marcellus.
Étymologie: βριαρός.