βαρύθυμος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ον,
A heavy in spirit: indignant, sullen, ὀργή E.Med.176, cf. Call.Cer.81, etc.; opp. ὀξύθυμος, Plu.2.13e: Sup., Phld.Ir.p.64 W. Adv. -μως, ἔχειν Alciphr. 2.3; rejected by Poll.3.99.
German (Pape)
[Seite 434] mißmüthig, sowohl niedergeschlagen, traurig, als zornig; ὀργή Eur. Med. 176; Call. Del. 215; H. h. Cer. 81; in Prosa, Plut. Alex. 9 u. öfter. – Adv. βαρυθύμως, Alciphr. 2, 3. ·
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύθῡμος: -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, κατηφής, Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.