ἀποκώλυσις
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.
German (Pape)
[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.