κοιτωνίτης

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτωνίτης Medium diacritics: κοιτωνίτης Low diacritics: κοιτωνίτης Capitals: ΚΟΙΤΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: koitōnítēs Transliteration B: koitōnitēs Transliteration C: koitonitis Beta Code: koitwni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A chamberlain, Arr.Epict.1.30.7, Gal.14.624, POxy.471.84 (ii A.D.); κ. Καίσαρος IG14.1664.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, Kammerdiener; Arr. Epict. 1, 30, 7; Galen.; früher κατακοιμιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτωνίτης: -ου, ὁ, θαλαμηπόλος Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418.

Greek Monolingual

ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) κοιτών
νεοελλ.
ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι
μσν.-αρχ.
θαλαμηπόλος, καμαριέρης.