πλοῦτος
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
ὁ,
A wealth, riches, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε 16.596; π. ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.O.2.53; opp. πενία, Pl.R.421d; ἀνατετροφέναι πλοῦτον And.1.131: pl., τῶν γὰρ π. ὁδ' ἄριστος treasures, E.Fr.137 (anap.); πλούτοις καὶ πενίαις Pl.R.618b; γένη καὶ πλοῦτοι Id.Grg.523c, cf. Prt.354b, etc.: c. gen. rei, π. ἀργύρου, χρυσοῦ, treasure of silver or gold, Hdt.2.121.ά, Anacreont.34.1; οὔτε ἀργυροῦς π.οὔτε χρυσοῦς Pl.Lg.801b; ἀφανὴς π., opp. γῆ, Ar.Ec.602. 2 metaph., πραπίδων π. Emp.129.2; π. τῆς σοφίας Pl.Euthphr.12a; γᾶς π. ἄβυσσος, of the whole earth, A.Th.948 (lyr.); πλοῦτον εἵματος κακόν Id.Ag.1383; ὁ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ π. X.Smp.4.43, cf. 34, etc. II masc. pr. n. Plutus, god of riches, Hes.Th.969; represented as blind, Timocr.8; ὁ δὲ Π. ἡμᾶς . . τυφλοὺς ποιεῖ Antiph.259:—Hsch. s.v. εὔπλουτον says that π. originally meant wealth in corn. (Prob. from πλέω in an early sense '*flow', '*abound', as φόρτος from φέρω.)
πλοῦτος, εος, τό, = πλοῦτος, ὁ, 2 Ep.Cor.8.2, v.l. in Ep.Rom.9.23, Ep.Col.1.27,2.2.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Reichthum, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: οὔτε τιμαί, οὔτε πλοῦτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz πενία, Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur., Schätze, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῦ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von πλέον od. π ολὺ ἔτος, gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.
Greek (Liddell-Scott)
πλοῦτος: ὁ, (ἴδε πίμπλημι), ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλπ.· ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Π. 596 (ἴδε ἐν λέξ. ὅλβος) ἀντίθετον τῷ πενία, Πλάτ. Πολ. 421D· πλοῦτον ἀνατρέπειν Ἀνδοκ. 17. 130· ἐν τῷ πληθ., τῶν γὰρ πλούτων ὅδ’ ἄριστος γενναῖον λέχος εὑρεῖν Εὐρ. παρὰ Στοβ. 65, 411, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Γοργ. 523C, κτλ.· ― μετὰ γεν. πράγμ., πλοῦτος χρυσοῦ, ἀργύρου, συνιστάμενος ἐκ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 542· ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς πλ. Πλάτ. Νόμ. 801Β· ἀργύριον καὶ Δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ― πληθ., πλούτοις καὶ πενίαις Πλάτ. Πολ. 618Β· γένη καὶ πλούτους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 523C. 2) μεταφορ., πλ. πραπίδων Ἐμπεδ. 387· γᾶς πλ. ἄβυσσος, ἐπὶ τῆς γῆς ὅλης, Αἰσχύλ. Θήβ. 950· πλοῦτον εἵματος κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1383· ὁ ἐν τῇ ψυχῇ πλ. Ξεν. Συμπ. 4. 43, πρβλ. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ Πλοῦτος, υἱὸς τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Ἰασίου, Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα Θεάων Ἰασίῳ ἥρωϊ μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι Ἡσ. Θ. 969· ὁ μεταγενέστερος μῦθος παριστάνει αὐτὸν ὡς τυφλόν, Τιμοκρ. 8 Bgk., Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, κ. ἀλλ.· καὶ ὁ Ἀντιφάν. λέγει: ὁ δὲ πλ. ἡμᾶς... τυφλοὺς ποιεῖ ἐν Ἀδήλ. 61· πρβλ. Πλούτων.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
richesse ; πλοῦτος χρυσοῦ, ἀργύρου HDT fortune consistant en or, en argent ; fig. richesse ou trésor (du cœur, de l’âme, etc.).
Étymologie: R. Πλε, être plein ; v. πίμπλημι.