πλινθυφής
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ές, (ὑφαίνω)
A brick-built, A.Pr.450.
German (Pape)
[Seite 637] ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθῠφής: -ές, (ὑφαίνω) ὁ ἐκ πλίνθων ᾠκοδομημένος, Αἰσχύλ. Πρ. 450.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bâti (propr. tissé) en briques.
Étymologie: πλίνθος, ὑφαίνω.