ἀριστοπόνος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον,
A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from -πονεύς, Man.4.512. Adv.-νως App.Anth.3.182. II excellently wrought, μέλαθρον Nonn.D.44.79.
German (Pape)
[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.
Greek Monolingual
ἀριστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πόνος < πένομαι «εργάζομαι για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω ανάγκη, είμαι πτωχός»].