ὄργανον

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄργανον Medium diacritics: ὄργανον Low diacritics: όργανον Capitals: ΟΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: órganon Transliteration B: organon Transliteration C: organon Beta Code: o)/rganon

English (LSJ)

τό, (ἔργον, ἔρδω)

   A instrument, implement, tool, for making or doing a thing, S.Tr.905, cf. ἀθηρόβρωτος; λογχοποιῶν ὄργανα E. Ba.1208, cf. Ion1030 ; πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Pl.R.374d, cf. Lg. 956a ; . without any Adj., engine of war, Ctes.Fr.81 ; τὰ ναυτικὰ ὄ. tackle, Pl.Plt.298d ; ὄ. ὅσα περὶ γεωργίαν Id.R.370d ; ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄ. Id.Cra.388b ; ὄργανα χρόνων or χρόνου, of the stars, Id.Ti.41e,42d ; ὄ. κυβευτικά Aeschin.1.59; of a person, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄ. S.Aj.380 (lyr.).    2 organ of sense or apprehension, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄ. Pl.R.508b ; τὸ ὄ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος ib.518c, cf. Tht.185c, al.; δι' ἀμυδρῶν ὀ. θεᾶσθαί τι Id.Phdr.250b, cf. Ti.45b, Epicur.Nat.11.6,7.    b of the body and its different parts, Arist.PA 642a11, 645b14, GA716a24, Phld.Mus.pp.71,96 K., Gal.10.47 ; the hand is called ὄργανον ὀργάνων or ὄ. πρὸ ὀργάνων, Arist.de An.432a2, PA687a21 ; τὰ πορευτικὰ ὄ. the organs of locomotion, Id.GA732b28; ὄ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς the digestive organs, ib.788b24 ; τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν the respiratory organ, Id.PA664a29 ; τὰ ὄ. τὰ χρήσιμα πρὸς τὴν ὀχείαν Id.HA500a15 ; of plants, Id.de An.412b1, PA 656a2.    3 musical instrument, Simon.31, f.l. in A.Fr.57.1 ; ὁ μὲν δι' ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, of Marsyas, Pl.Smp.215c ; ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ibid., cf. Plt.268b ; ὄ. πολύχορδα Id.R.399c, al.; μετ' ᾠδῆς καί τινων ὀργάνων Phld.Mus.p.98K.; of the pipe, Melanipp.2, Telest.1.2.    4 surgical instrument, Hp.Off.2, X.Cyr.5.3.47, Pl. Plt.298c.    II concrete, work or product, μελίσσης κηρόπλαστον ὄ. S.Fr.398.5 ; λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀ., of the walls of Thebes, E.Ph.115 (lyr.).    III of logic as an instrument of philosophy, ἡ λογικὴ πραγματεία ὀργάνου χώραν ἔχει ἐν φιλοσοφίᾳ Alex.Aphr.in Top.74.29, cf. Phlp.in APr.6.23 ; πᾶσα τεχνικὴ διδασκαλία ὑπὸ τὸ λογικὸν ὄ. ἀνάγεται Sch.D.T.p.161 H.; but τὸ ὄ. as title of Aristotle's collected logical writings lacks authority.    IV instrument or table of calculations, εἰσῆλθον εἰς τὸ προκείμενον ὄργανον Vett.Val.20.12.    V ὄ. χλούνιον, = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.

German (Pape)

[Seite 368] τό (εργ), das Werkzeug, das, womit man Etwas ins Werk setzt; ἀθηρόβρωτον, Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον, οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar ὄργανον ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt ὄργανον einen δοῦλον ἄψυχον, wie δοῦλος ein ὄργανον ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = ἔργον, das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον, frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ὄργᾰνον: τό, (*ἔργω) ἐργαλεῖον, τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. ἀθηρόβρωτος· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) αἰσθητήριονμέσον δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος αὐτόθι 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων αὐτοῦ μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., αὐτόθι 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., αὐτόθι 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται ὄργανον ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν ὄργανον, Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις αὐτόθι, πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, ὄργανον ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ ἔργον, μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ ὄνομα ὄργανον, οἱονεὶ ὄργανον τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 instrument de travail, outil;
2 instrument de musique.
Étymologie: R. Ϝεργ, travailler ; cf. ἔργον.