ἀπόκρισις
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, 1) Absonderung, Plat. Def. 415 d; bes. Ausleerung, bei Medic. – 2) vom med., Antwort, μαντηΐου Her. 1, 49; Plat. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, κάθαρσις άπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D :-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, συχν. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπόφασις, ἀπάντησις, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ ὑπόκρισις εἶναι ὁ Ἰων. τύπος) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) ὑπεράσπισις, ἀπολογία, Ἀντιφῶν 137. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 tri, choix ; t. de méd. sécrétion;
2 réponse.
Étymologie: ἀποκρίνω.