ἄνοια

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοια Medium diacritics: ἄνοια Low diacritics: άνοια Capitals: ΑΝΟΙΑ
Transliteration A: ánoia Transliteration B: anoia Transliteration C: anoia Beta Code: a)/noia

English (LSJ)

Ep. ἀνοίη Thgn.453, ἡ:—

   A the character of an ἄνοος, want of understanding, folly, ἀνοίη in folly, Hdt.6.69; ὑπ' ἀνοίας A.Pr.1079, Philem.143; νεότητι καὶ ἀνοία Pl.Lg.716a; ἄ. λόγου S.Ant.603; τὴν ἄ. εὖ φέρειν E.Hipp.398; πολλῆ ἀνοια χρῆσθαι to be a great fool, Antipho 3.3.2; πολλὴ ἄ. [ἐστι] πολεμῆσαι Th.2.61; ἄνοιαν ὀφλισκάνειν to be thought a fool, D.1.26; δύο ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ' ἀμαθίαν Pl.Ti.86b; but opp. μανία, Id.R.382c, 382e, etc.: pl., follies, Isoc.8.7. [In Trag. sts. paroxyt. ἀνοίᾱ (cf. ἀγνοίᾱ), cf. A.Th.402, S.Fr.583.5, E.Andr.519.]

German (Pape)

[Seite 239] ἡ, Gedankenlosigkeit, Unverstand, Thorheit, Aesch. Prom. 1081; Soph. λόγου Ant. 599 u. öfter (ἀνοίη Her. 6, 69; altatt. ἀνοία Soph.). Oft in Prosa, entgegengesetzt νοῦς Plat. Phaedr. 270 a; ἄνοιαν ὀφλισκάνω Dem. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοια: Ἐπ. ἀνοίη, ἡ, Θέογν. 453: - ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἄνου, ἤτοι τοῦ ἀνοήτου, ἔλλειψις νοῦ, ἀνοησία, μωρία, ἀνοίῃ, ἐν μωρίᾳ, ἀνοήτως, Ἡρόδ. 6. 69· ὑπ’ ἀνοίας Αἰσχύλ. Πρ. 1079, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 34b· νεότητι καὶ ἀνοίᾳ Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἀν. λόγου Σοφ. Ἀντ. 603· τὴν ἀν. εὖ φέρειν Εὐρ. Ἱππ. 398· ἀνοίᾳ πολλῇ χρῆσθαι, εἶναί τινα καθ’ ὑπερβολὴν ἀνόητον, Ἀντιφῶν 122. 31· πολλὴ ἄνοιά [ἐστι] πολεμῆσαι Θουκ. 2. 61· ἄνοιαν ὀφλισκάνων, νομιζόμενος ἀνόητος, μωρός, Δημ. 16. 24· δύο δ’ ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ’ ἀμαθίαν Πλάτ. Τίμ. 86Β· ἀντιτίθεται δὲ τῇ μανίᾳ ὁ αὐτ. 382C, Ε, κτλ.: - πληθ. ἀνοησίαι, Ἰσοκρ. 160Α. [Ἐν τῇ παλαιᾷ ἀτθίδι ἐνίοτε παροξύνεται: ἀνοίᾱ, ὡς αἱ λέξεις, ἀγνοίᾱ, διανοίᾱ, παρανοίᾱ: - περὶ Αἰσχύλ. Θ. 402, ἴδε Δινδ. ἐν λέξ. Αἰσχύλ., πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 517, Εὐρ. Ἀνδρ. 520.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
déraison, sottise, folie.
Étymologie: ἄνοος.