ἰχθυϊκός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠϊκός Medium diacritics: ἰχθυϊκός Low diacritics: ιχθυϊκός Capitals: ΙΧΘΥΪΚΟΣ
Transliteration A: ichthyïkós Transliteration B: ichthuikos Transliteration C: ichthyikos Beta Code: i)xqui+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A ἰχθυηρός, πύλη LXX 2 Ch.33.14; ζῴδια Ptol.Tetr.152:—Subst., ἰχθῠ-ϊκή, ἡ, fishery toll, Inscr.Magn.116.42, OGI496.9 (Ephesus): ἰχθυϊκά, τά, Ostr.343 (iii B.C.):—also ἰχθύ-ϊνος, η, ον, Ael.NA17.32.

German (Pape)

[Seite 1275] = ἰχθυηρός, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυϊκός: -ή, -όν, = ἰχθυηρός, τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - ὡσαύτως ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.