καταπίμελος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῑμελος Medium diacritics: καταπίμελος Low diacritics: καταπίμελος Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΕΛΟΣ
Transliteration A: katapímelos Transliteration B: katapimelos Transliteration C: katapimelos Beta Code: katapi/melos

English (LSJ)

ον,

   A very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.

German (Pape)

[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.

Greek Monolingual

καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ-πίμελος, περι-πίμελος].