πορεία

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεία Medium diacritics: πορεία Low diacritics: πορεία Capitals: ΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: poreía Transliteration B: poreia Transliteration C: poreia Beta Code: porei/a

English (LSJ)

ἡ, (πορεύω

   A mode of walking or running, gait, Democr.126, Pl.Smp.190b, Ti.45a; τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Arist.de An.432b26; περὶ πορείας ζῴων, title of work by Aristotle.    II journey, A.Pr.823, al.; ἡ ἐκεῖσε π. Pl.Phd.107d; ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. Id.Cra.420e; αἱ κατὰ γῆν π. Isoc.1.19; ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π., Pl.Phd.115a, X.Cyr.8.5.1: metaph., π. ἕως εἰς ἄπειρον processus ad infinilum, Phld.Mort.19.    2 in military sense, march, Th.2.18; κατὰ θάλατταν τὴν π. ποιεῖσθαι X. An.5.6.11; π. ἀνύτειν Id.Cyr.8.6.18; ἰέναι ib.5.2.31 (nisi leg. εἶναι) ; ἐκ π. μάχεσθαι Plu.2.198b; order of march, Ascl.Tact.11 tit., Arr.Tact. 28.1, al.    3 generally, course taken by a person, etc., Antipho 3.2.4; ἡ[τοῦ κόσμου] π. Pl.Plt.274a; of the sun, Hymn.Is.32 (pl.), Eudox. Ars 2.15; χρόνου π. Procl.Inst.50.    4 travelling expenses, IG22.1.34, PRev.Laws 50.11 (iii B.C., pl.), PGrenf.1.43.8(ii B.C.).    5 visitation, inspection, οἰκοπέδων BGU83.1(ii/iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, das Gehen, der Gang, Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die Reise, Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ ἐκεῖσε πορεία Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη πορεία Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der Marsch, Xen. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πορεία: ἡ, (πορεύω) περιπάτημα, τρόπος τοῦ περιπατεῖν ἢ τρέχειν, βάδισμα, Λατ. incessus, Πλάτ. Συμπ. 190Β, Τίμ. 45Α· τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 9, 6· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ζῴων πορείας. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ πορεύεσθαι, ταξίδιον, ὁδός, διάβασις, Αἰσχύλ. Πρ. 823· ἡ ἐκεῖσε π. Πλάτ. Φαίδων 107D· ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 420Ε· αἱ κατὰ γῆν π. Ἰσοκρ. 6Α· ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π. Πλάτ. Φαίδων 115Α, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, στρατιωτικὴ πορεία, Θουκ. 2. 18· κατὰ θάλατταν π. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 11· π. ἀνύτειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8, 6, 18· ἰέναι αὐτόθι 5. 2, 31· ἐκ π. μάχεσθαι, Λατ. ex itinere, Πλούτ. 2. 198Β. 3) διάβασις θαλασσίου πόρου, Αἰσχ. Πρ. 733, 823, 841. 4) καθόλου, ἡ πορεία, διεύθυνσις ἣν λαμβάνει ἄνθρωπός τις, βέλος τι, κτλ., Ἀντιφῶν 121. 28, Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de marcher ; marche, trajet, voyage ; particul. marche d’une armée, expédition;
2 passage, particul. détroit.
Étymologie: πορεύω.