ἀΐτας
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, Dor. word for
A a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).
French (Bailly abrégé)
gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.