ποιός
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ά, όν, indef. Adj.
A of a certain nature, kind, or quality, Pl.Lg. 770d, Arist.Cat.10a27, etc.; esp. joined with τις, Pl.Sph.262e, al., Arist.Cat.8b25; ποιὰ ἄττα Pl.R.438b, al.; τὸ ποιόν, = ποιότης, Arist. Metaph.1083a11, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός Stoic.2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. Iamb.Comm.Math.14; τὸ π. μέλος such-and-such, PMag.Par.1.327.
German (Pape)
[Seite 652] Indefinitum zum Vor., von einer gewissen Beschaffenheit, Eigenschaft, so u. so beschaffen; οὐκοῦν καὶ ποιόν τινα αὐτὸν τὸν λόγον εἶναι δεῖ, Plat. Soph. 262 e; τῶν δὲ ποιῶν τινῶν ποιὰ ἄττα, Rep. IV, 438 e; Arist. eth. 1, 9 u. sonst, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ποιός: -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, συχν. παρὰ Πλάτ., μάλιστα συνημμένον μετὰ τοῦ τις, οἷον, ποιός τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = ποιότης, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, d’ord. suivi de τις.
Étymologie: *πός.